- ῥόμοξ
- ῥόμοξ u. ῥόμος, ὁ, der Holzwurm
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ρόμος — και ῥόμοξ, ὁ, Α το σκουλήκι τού ξύλου, το σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. *wŗm os «σκουλήκι» με φωνηεντισμό ρο (πιθ. διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και επίσης με τα: γοτθ. waurms, γερμ. Wurm και το λατ.… … Dictionary of Greek